περιψώ

περιψώ
-άω, Α
σφουγγίζω, καθαρίζω ολόγυρα («σπόγγοι περιψῆσαι τ' ἀναθήματα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ψῶ «χαϊδεύω, τρίβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίψημα — τὸ, ΜΑ [περιψώ] 1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ) 2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον… …   Dictionary of Greek

  • περίψησις — ήσεως, ἡ, Α [περιψώ] το σκούπισμα, το καθάρισμα («ἀπὸ τῆς τοῡ μύλου περιψήσεως», λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”